- σφουγγαρίστρα
- η, Ν1. όργανο καθαρισμού τού πατώματος που μοιάζει με σκούπα2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουδαρίσ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφουγγαρίστρα — η γυναίκα που πλένει τα πατώματα ή το μέσο με το οποίο τα πλένει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφουγγάρισμα — το, Ν [σφουγγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφουγγαρίζω και, κυρίως, καθάρισμα με σφουγγάρι, σφουγγαρόπανο ή σφουγγαρίστρα … Dictionary of Greek
σφουγγαρίζω — και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν [σφουγγάρι] 1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι 2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα 3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
μάπα — η (λ. λατ.) 1. το λάχανο, η κράμβη. 2. το πρόσωπο. 3. φρ., «Τον φάγαμε στη μάπα», ανεχτήκαμε κάποιον ανεπιθύμητο. 4. αντικείμενο ευτελές, κατώτερης ποιότητας. 5. η σφουγγαρίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)